- δαμαλίζω
- -ισα, δαμαλισμένος, εμβολιάζω κατά της ευλογιάς, βατσινώνω, μπολιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαμαλίζω — (I) εμβολιάζω με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccinate). Η λέξη μαρτυρείται από το 1864 στον Λουκ. Ι. Καραλίβανο]. (II) δαμαλίζω (Α) [δαμάλης] δαμάζω (ατίθασα άλογα) … Dictionary of Greek
αναδαμαλίζω — δαμαλίζω εκ νέου, κάνω αναδαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ανα * + νεώτ. δαμαλίζω «εκτελώ δαμαλισμό», που μαρτυρείται από το 1883 ατούς Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δαμαλίζεται — δαμαλίζω to subdue pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμαλιζομένα — δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc/acc dual δαμαλιζομένᾱ , δαμαλίζω to subdue pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκταλίζω — Α πυκτεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύκτης + εκφρ. κατάλ. αλ ίζω, πιθ. κατά τα: ἁρπαλίζω, δαμαλίζω] … Dictionary of Greek
δαμαλίζοι — δαμαλίζοῑ , δαμαλίζω to subdue pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)